- διοικουμένους
- διοικέωkeep housepres part mp masc acc pl (attic epic doric)διοικέωkeep housepres part mp masc acc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρχή — Όρος που χρησιμοποιείται στη φιλοσοφία για να υποδείξει την πρωταρχική πραγματικότητα, από την οποία απορρέουν όλα τα πράγματα, είτε με τη χρονική έννοια (αφετηρία απ’ όπου ξεκίνησαν όλα τα πράγματα ως προς την ύπαρξή τους) είτε με τη μεταφυσική… … Dictionary of Greek
διοικητικός — ή, ό (AM διοικητικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διοίκηση ή στον διοικητή 2. ο ικανός, κατάλληλος να διοικεί νεοελλ. Ι. το ουδ. ως ουσ. το διοικητικό η διοικητική ικανότητα II. (φρ) 1. «διοικητικές διαφορές» διαφορές ανάμεσα στο… … Dictionary of Greek
διοικητικά μέτρα — Κάθε ενέργεια της διοίκησης, που τείνει στη διασφάλιση των στόχων της ομαλής λειτουργίας της και στη ρύθμιση των σχέσεών της με τους διοικούμενους, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το γενικό κοινωνικό συμφέρον και την ομαλή συνύπαρξη των πολιτών μέσα στα… … Dictionary of Greek